Γιατί επιμένει η Γερμανία στο μοντέλο της λιτότητας και στην «καραμέλα» περί ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας; Για ποιον λόγο επιδιώκει την αυστηροποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και ζητεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ελέγχει τους εθνικούς προϋπολογισμούς των κρατών–μελών της ευρωζώνης; Πού εδράζεται η έντονη αντίθεση του Βερολίνου στην έκδοση ευρωομολόγων; Η άτεγκτη στάση της Ανγκελα Μέρκελ και του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έναντι της Κύπρου στο ζήτημα του κουρέματος των κυπριακών καταθέσεων με σκοπό να βρεθούν τα χρήματα που θα συμπληρώσουν το πακέτο οικονομικής βοήθειας προς το νησί έχει επαναφέρει στο προσκήνιο όλα τα προαναφερθέντα ερωτήματα. Η αγανάκτηση πολλών ίσως να είναι δικαιολογημένη, ίσως και όχι. Σίγουρα όμως τα πλακάτ με το πρόσωπο της καγκελαρίου και η παρομοίωσή της με τον… Αδόλφο Χίτλερ δεν προοιωνίζονται θετικές εξελίξεις για τη δημόσια εικόνα του Βερολίνου.

Γιατί τα κάνουν όλα αυτά οι Γερμανοί; Γιατί ακολουθούν αυτή την οικονομική πολιτική; Οσο κι αν ορισμένοι πιστεύουν ότι η γερμανική πολιτική καθοδηγείται μονάχα από το σύνδρομο του υπερπληθωρισμού που οδήγησε στη διάλυση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και στην άνοδο του ναζισμού ή από τα στενά εθνικά συμφέροντα που προκύπτουν από τη μεγάλη εξαγωγική ισχύ της χώρας, ίσως να σκέφτονται απλοϊκά. Για τον λόγο αυτό και έχει πολύ ενδιαφέρον μια μελέτη που πραγματοποίησε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων (European Council on Foreign Relations –ECFR), μία από τις πλέον έγκυρες και ραγδαία αναπτυσσόμενες δεξαμενές σκέψεις στην Ευρώπη, η οποία επιδιώκει να εξηγήσει τη γερμανική πολιτική υπό οικονομικό πρίσμα.

Τι λέει η θεωρία


Ο τίτλος της μελέτης είναι, σε ελληνική μετάφραση, «Η βαριά σκιά του ορθόδοξου φιλελευθερισμού: Η προσέγγιση της Γερμανίας στην ευρω-κρίση» (The long shadow of ordoliberalism: Germany’s approach to yhe euro crisis). Οι συγγραφείς της είναι ο Σεμπάστιαν Ντούλιεν και η Ούλρικε Γκερό.
Τι είναι όμως ο ορθόδοξος φιλελευθερισμός; Πρόκειται για μια οικονομική θεωρία που αναπτύχθηκε, μεταξύ άλλων, από τους οικονομολόγους Βάλτερ Εουκεν, Φραντς Μπεμ, Λέοναρντ Μικς και Χανς Γκρόσμαν-Ντερτ ως απάντηση στις συνέπειες του ανεξέλεγκτου φιλελευθερισμού των αρχών του 20ού αιώνα και τη δημοσιονομική και νομισματική παρεμβατικότητα που ακολούθησε το ναζιστικό καθεστώς. Ο βασικός της πυλώνας είναι ο ακόλουθος: η κυβέρνηση πρέπει να ρυθμίζει την αγορά με τέτοιο τρόπο ώστε η απόδοσή της να προσεγγίζει τη θεωρητική απόδοση σε μια τέλεια ανταγωνιστική αγορά. Και κατά τους δύο συγγραφείς, η βασική διαφορά του από άλλες μορφές φιλελευθερισμού (όπως ο νεοφιλελευθερισμός που κυριαρχεί στον αγγλοσαξονικό κόσμο) είναι ότι αποδίδει τεράστια σημασία στην αποτροπή της δημιουργίας μονοπωλίων και καρτέλ. Τον διακρίνει όμως η ίδια… απέχθεια για τον κεϊνσιανισμό και για την παρέμβαση του κράτους στην οικονομία μέσω επεκτατικών οικονομικών πολιτικών.
Μπορεί η θεωρία αυτή να μην είναι επισήμως ιδιαίτερα γνωστή, έχει όμως οπαδούς στα κέντρα λήψης αποφάσεων της Γερμανίας, στα υπουργεία και φυσικά στην πανίσχυρη Bundesbank. Κινούμενη δε πολύ κοντά στη νεοκλασική οικονομική σκέψη, η θεωρία του ορθόδοξου νεοφιλελευθερισμού υποστηρίζει ότι μια εθνική οικονομία μπορεί να προσαρμόζεται στα σοκ. Η προσφορά είναι αυτή που καθορίζει την ανάπτυξη και την ανεργία, όχι η ζήτηση. Επομένως, αν η προσφορά πέσει, τότε οι μισθοί και οι τιμές θα προσαρμοστούν και έτσι θα ανέβει ξανά η ζήτηση. Ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν προσαρμόζονται οι τιμές και οι μισθοί είναι η ύπαρξη νομικών εμποδίων όπως οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και ο κατώτατος μισθός. Σε αυτή την περίπτωση, η μόνη διέξοδος είναι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Μήπως όλα αυτά μας θυμίζουν κάτι;
Τι δείχνει η πράξη


Προσπαθώντας κάποιος να κατανοήσει τον ορθόδοξο φιλελευθερισμό και την επιρροή που ασκεί στη σημερινή γερμανική πολιτική μοιάζει σαν να βλέπει αυτό που συμβαίνει σε όλες τις χώρες που εφαρμόζουν προγράμματα προσαρμογής (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία) και όχι μόνο σε αυτές (Ισπανία και Ιταλία). Και αντιλαμβάνεται την τεράστια διαφορά αντίληψης που υπάρχει με τη Γαλλία, την άλλη χώρα-βαρόμετρο για τις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στην ευρωζώνη.
Οι Ντούλιεν και Γκερό αναδεικνύουν μάλιστα αυτό που συνέβη το 2008 στη Γερμανία κατά το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Τότε, το Βερολίνο, αδιαφορώντας για τις πιθανές αντιδράσεις στην άλλη πλευρά του Ρήνου, προχώρησε σε κινήσεις όπως η μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και η αύξηση του ΦΠΑ. Οι εξαγωγές έγιναν αυτομάτως φθηνότερες λόγω μείωσης του κόστους εργασίας και την ίδια στιγμή η αύξηση του ΦΠΑ περιόρισε το διαθέσιμο εισόδημα για εισαγωγές. Το Παρίσι σίγουρα δεν χάρηκε με αυτό, αλλά το Βερολίνο και η πολιτικο-οικονομική ελίτ της χώρας δεν έδωσαν σε αυτό και τόση σημασία.
Αλλωστε, στο μόνο ζήτημα που η Γερμανία θεωρεί ότι πρέπει να υπάρχει συνεννόηση σε κεντρικό ευρωπαϊκό επίπεδο είναι ο έλεγχος των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και του χρέους. Οσες χώρες, την περίοδο της ευημερίας, δανείζονταν περισσότερο από όσο έπρεπε πρέπει πλέον να… κάνουν το μάθημά τους. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα μειωθούν τα ελλείμματα και θα διορθωθούν οι ανισορροπίες στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών. Οσο για τους μισθούς; Αυτοί πρέπει να μειωθούν στις ελλειμματικές χώρες και να παραμείνουν σταθεροί σε εξαγωγικές χώρες όπως η Γερμανία για να μην πληγεί η ανταγωνιστικότητα.
Η πτυχή που έχει περισσότερο ενδιαφέρον αφορά τη δημοσιονομική προσαρμογή και τα πακέτα διάσωσης για χώρες με πρόβλημα. Ο ορθόδοξος φιλελευθερισμός πρεσβεύει ότι μόνο οι βαθιές περικοπές δαπανών –και δευτερευόντως η αύξηση της φορολογίας –επιτυγχάνουν ταχεία και αποφασιστική μείωση των ελλειμμάτων με απώτερο σκοπό τη μεταβολή της δυναμικής αύξησης του χρέους. Με τον τρόπο αυτό ενισχύεται η εμπιστοσύνη του ιδιωτικού τομέα και οι επενδύσεις. Αρα, η σκληρή λιτότητα δεν πρέπει να θεωρείται ότι οδηγεί σε βαθιά ύφεση και ανεργία. Με την άποψη αυτή μάλλον θα διαφωνούσαν πολλοί στην Ευρώπη σήμερα.
Ο έλεγχος των ελλειμμάτων


Επιπλέον, η αποτυχία στον έλεγχο των ελλειμμάτων ερμηνεύεται ως έλλειψη πολιτική βούλησης από την πλευρά των κυβερνώντων. Ισως έτσι να δικαιολογούνται οι κατά καιρούς σκληρότατες δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για την αδυναμία προώθησης των μεταρρυθμίσεων. Και δεν είναι μόνο αυτό. Οι αγορές δεν είναι πάντα κακές. Λειτουργούν ως πιεστικός μοχλός για την επιβολή των μεταρρυθμίσεων, κάτι σαν… χάρακας με τον οποίο τιμωρείται ο κακός μαθητής. Τα πακέτα βοήθειας δεν μπορούν να χαρίζονται. Πρέπει κάποιος να αποδεικνύει ότι τα αξίζει και όχι να επαναπαύεται σε εύκολες λύσεις όπως η έκδοση ευρωομολόγων. Οπως επισημαίνουν οι συγγραφείς της έκθεσης, «στην καλύτερη περίπτωση, τα πακέτα διάσωσης αποτελούν αναγκαίο κακό».

Οι αγορές ομολόγων
Ισως το μόνο σημείο στο οποίο η Γερμανία μοιάζει να έχει μεταβάλει ελαφρώς τη στάση της είναι οι αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ. Στην αρχή της κρίσης, το πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων είχε συναντήσει εντονότατες αντιδράσεις από τη Γερμανία. Σήμερα η αντίδραση αυτή εμφανίζεται πιο χαλαρή. Ωστόσο δεν πρέπει να λησμονείται ότι όσον αφορά το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (ΟΜΤ) που ανακοίνωσε το 2012 ο πρόεδρος τη ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι όσοι θα επωφεληθούν θα πρέπει να έχουν αποδεχθεί την υπαγωγή τους σε αυστηρό πρόγραμμα λιτότητας «α λα γερμανικά».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ