Είναι η μεγαλύτερη προσφυγική κρίση από την εποχή του Β Παγκοσμίου Πολέμου και τείνει να μετατραπεί σε υπαρξιακή για τη Γηραιά Ηπειρο, δοκιμάζοντας τις καταστατικές της αρχές και επαναφέροντας την ανθρώπινη υπόσταση στον πυρήνα της δημόσιας συζήτησης. Τα βλέμματα της διεθνούς κοινότητας εδώ και ένα εξάμηνο είναι στραμμένα στις ακτές της Ευρώπης και δη της Ελλάδας και της Ιταλίας, εκεί όπου καθημερινά καταφθάνουν χιλιάδες πρόσφυγες με σκοπό να επαναπροσδιορίσουν τις ζωές τους με όρους ασφάλειας και προστασίας σε κάποια δυτική χώρα. Εικόνες μαζικής μετακίνησης απεγνωσμένων πληθυσμών –οικείες στη νεότερη γενιά μόνο ως ασπρόμαυρα φθαρμένα ντοκουμέντα μιας αλλοτινής εποχής –ξαναζωντανεύουν στις οθόνες, τις ακτές, τις πλατείες, τα μεθοριακά περάσματα.
Και μπορεί η απόγνωση να αποτελεί διαχρονικό στοιχείο των ανθρώπων που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους και ό,τι μέχρι πρότινος συνιστούσε την καθημερινότητά τους και να αποτυπώνεται στις σημερινές έγχρωμες –πλέον –φωτογραφίες, ωστόσο, αυτό το προσφυγικό ρεύμα έχει ποιοτικά πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά από τα προηγούμενα. Το στερεότυπο που «θέλει» τους πρόσφυγες φτωχούς, απαίδευτους και υποτελείς ανθρώπους απέχει αρκετά από την πραγματικότητα. Το καθεστώς του πρόσφυγα δεν σχετίζεται με το οικονομικό υπόβαθρο, ούτε με το μορφωτικό επίπεδο. Σε συνθήκες σαρωτικών αλλαγών και ολοκληρωτικής καταστροφής διαπερνά οριζόντια τις κοινωνίες. Στην πραγματικότητα, αυτή που εκβράζεται στις μεσογειακές ακτές είναι η μεσαία τάξη της Μέσης Ανατολής και για την ακρίβεια της Συρίας, από όπου προέρχεται η συντριπτική πλειονότητα των προσφύγων. Ο εμφύλιος πόλεμος και η πρωτοφανής βαρβαρότητα του Ισλαμικού Κράτους στις περιοχές που ελέγχει είχαν ως αποτέλεσμα να καταστήσουν τη Συρία με την τόσο σπουδαία πολιτισμική κληρονομιά και τις ισχυρές πλουτοπαραγωγικές πηγές «χώρα-φάντασμα», έναν αφιλόξενο και αβίωτο τόπο για τους πολίτες της.
Οι σύροι πρόσφυγες υπολογίζονται σε περίπου πέντε εκατομμύρια και αποτελούν την πολυπληθέστερη συνιστώσα των προσφυγικών ροών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ μέσα στο 2015 έχουν περάσει μέσω της Ελλάδας 689.686 πρόσφυγες. Από αυτούς, το 62% είναι Σύροι και το 23% Αφγανοί. «Στο πλαίσιο ενός προγράμματος του Πανεπιστημίου του Γουόργουικ διεξήχθησαν ποιοτικές συνεντεύξεις με νεοαφιχθέντες Σύρους, Αφγανούς, Ιρακινούς και άλλες εθνικότητες και αυτό που παρατηρήσαμε ήταν ότι υπήρχαν διαφορές στο μορφωτικό επίπεδο κυρίως μεταξύ Σύρων και Αφγανών, που αποτελούν και τις δύο κύριες ομάδες αφιχθέντων στη χώρα. Οι Σύροι σε μεγάλο ποσοστό είχαν ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ αρκετοί ήταν κάτοχοι πανεπιστημιακών πτυχίων ή τίτλων τεχνικής εκπαίδευσης. Οι Αφγανοί, από την άλλη, στη συντριπτική τους πλειονότητα είχαν πάει σχολείο για περίπου τρία χρόνια και στη συνέχεια το εγκατέλειψαν προς αναζήτηση εργασίας. Αντίστοιχες διαφορές υπάρχουν και στο οικονομικό υπόβαθρο. Αρκετοί Σύροι, ειδικά οι πρώτοι που κινήθηκαν προς Ευρώπη, ανήκαν στη μεσοαστική τάξη. Οι Αφγανοί, που αποτελούν μια ομάδα με παρουσία πάνω από δέκα χρόνια στην Ελλάδα, στην αρχή ήταν περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων. Αρκετοί είχαν δανειστεί για να καλύψουν το ταξίδι. Την τελευταία διετία παρατηρείται μια αύξηση στην έξοδο της λεγόμενης «μεσοαστικής» τάξης, που δημιουργήθηκε στο Αφγανιστάν λόγω και της παρουσίας των ξένων στρατευμάτων στη χώρα. Διερμηνείς, διαμεσολαβητές που εκπαιδεύθηκαν από ΜΚΟ, γιατροί και εργαζόμενοι τεχνικών επαγγελμάτων φεύγουν σε αναζήτηση ασφαλών προορισμών λόγω της έντασης των συγκρούσεων μεταξύ κυβέρνησης και Ταλιμπάν» επισημαίνει στο ΒΗΜΑgazino η δρ Αγγελική Δημητριάδη, ερευνήτρια του ΕΛΙΑΜΕΠ και επισκέπτρια ερευνήτρια του European Council on Foreign Relations (ECFR).
Επιστήμονες, επιχειρηματίες, καλλιτέχνες βρίσκονται ανάμεσα σε αυτούς που διακινδυνεύουν καθημερινά διασχίζοντας με πλαστικές βάρκες το Αιγαίο. Το ψυχανεμίζεσαι από τα πρώτα σχεδόν λεπτά της επαφής μαζί τους. Είναι ευγενικοί, μιλούν καλά αγγλικά και φυσιογνωμικά σού θυμίζουν κάποιον από το οικογενειακό σου περιβάλλον. Επιπλέον, έχουν κινητά τελευταίας τεχνολογίας ως οδηγούς στη διαδρομή τους και δίαυλο επικοινωνίας με συγγενείς και φίλους. Ο Γουατζέμ Ελ Σαλίχ και η οικογένειά του είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Ο ίδιος ήταν καθηγητής Αγροτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Al-Furat στην πόλη Ντέιρ αλ-Ζορ κοντά στα σύνορα με το Ιράκ. Η σύζυγός του είναι δικηγόρος. Τα δύο ενήλικα παιδιά του είναι χημικοί μηχανικοί, ενώ τα άλλα τρία αναγκάστηκαν να διακόψουν βίαια το σχολείο όταν ο πόλεμος έφτασε στην πόρτα τους. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους ξεκίνησαν αυτό το ταξίδι προς τη Δύση πριν από πέντε μήνες. «Η πόλη έμεινε χωρίς ρεύμα και νερό. Η μαφία κυριάρχησε παντού. Ενα κιλό ζάχαρη που έκανε 35 λίρες, τώρα κοστίζει 22.000. Τα μικρότερα παιδιά μου έχασαν το σχολείο. Είναι σημαντικό να φτάσουμε σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα για να δουλέψουμε ξανά και να μορφωθούν τα παιδιά» λέει.
Ο ίδιος θεωρεί ότι αυτός ο πόλεμος δεν είναι δικός τους και διαχωρίζει τη θέση του από το ISIS και τον Ασαντ: «Είναι και οι δύο τρομοκράτες. Το ISIS δολοφονεί με μαχαίρια και όπλα και ο Ασαντ με βόμβες». Μου εξιστορεί μάλιστα ένα περιστατικό ενδεικτικό για τον φανατισμό των τζιχαντιστών, τον οποίο αποστρέφεται βαθιά: «Οταν αποφασίσαμε να φύγουμε από την πόλη μας, έπρεπε να περπατήσουμε μέσα από κάποιες περιοχές που ελέγχει το ISIS. Ειδοποίησα την κόρη μου να καλύψει πλήρως το πρόσωπό της γιατί ξέρω ότι αυτοί είναι επικίνδυνοι και αδαείς μαζί. Εκείνη το έκανε. Αφησα μόνο τα μάτια της ακάλυπτα γιατί φοράει γυαλιά μυωπίας, ώστε να μπορεί να βλέπει. Μόλις την αντιλήφθηκαν, την προπηλάκισαν φωνάζοντάς την άπιστη». Στον αποχαιρετισμό μας, λίγο προτού πάρουν το ΚΤΕΛ για Ειδομένη, τον ρώτησα τι εύχεται για το μέλλον τους: «Να σταματήσει ο πόλεμος και θα γυρίσουμε πίσω την πρώτη μέρα… όπως τα πουλιά που πετάνε για να πάνε στο σπίτι τους» απάντησε.
Βέβαια, το πώς εννοούμε στη Δύση τη μεσαία ή ανώτερη τάξη διαφέρει σημαντικά ως προς τη σημασία του χρήματος για τις χώρες της Ανατολής, γιατί οι οικονομικές συνθήκες και οι ρυθμοί ανάπτυξης εκεί είναι τελείως διαφορετικοί. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη Συρία πριν από τον πόλεμο κυμαινόταν στα 5.000 δολάρια και η Παγκόσμια
Τράπεζα δεν έχει επικαιροποιήσει τα στοιχεία της εξαιτίας του χάους που πλέον επικρατεί στην περιοχή. Αντιστοίχως, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο Αφγανιστάν είναι μόλις 659 δολάρια. Την ίδια στιγμή, η πλέον χειμαζόμενη από την οικονομική κρίση χώρα της Ευρώπης, η δική μας, έχει κατά κεφαλήν ΑΕΠ 21.956 δολάρια (στοιχεία 2013). Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το ποσό που μπορεί να είχε αποταμιεύσει ένας σύρος επιστήμονας από την εργασία του επαρκεί απλώς για να καλύψει τα έξοδα του ταξιδιού του και η ακίνητη περιουσία του κινδυνεύει να γίνει λάφυρο στα χέρια των τζιχαντιστών. Ξεκινούν συνήθως με ένα ποσό της τάξης των 12.000-20.000 δολαρίων. Διαμένουν για ένα μεγάλο διάστημα στην Τουρκία είτε γιατί ελπίζουν ότι μπορεί να τελειώσει ο πόλεμος είτε περιμένοντας τη σειρά τους για να περάσουν απέναντι. Για μια πενταμελή οικογένεια δίνουν μόνο στον διακινητή με τις βάρκες περίπου 6.000 δολάρια. Από εκεί και μετά θα χρειαστεί να διασχίσουν γύρω στις έξι χώρες για να φτάσουν στον τελικό προορισμό τους, που είναι συνήθως η Γερμανία ή η Σουηδία. Αυτά ισχύουν για το «καλό» σενάριο. Το κακό, που δεν είναι τόσο σπάνιο, εμπεριέχει τις κακοτοπιές των μαφιόζων του Ισλαμικού Κράτους και των τούρκων δουλεμπόρων και ανεβάζει πολύ το κόστος.
Ο Αμπντεραζάκ Σαπχάν κουβαλάει πολλές τέτοιες επώδυνες εμπειρίες. Τον συνάντησα στη Λέσβο μαζί με τον πατέρα του, τη σύζυγό του και το έξι μηνών βρέφος τους. Ο πατέρας του είχε απλώσει τα βρεγμένα πτυχία του από το Πανεπιστήμιο της Δαμασκού να στεγνώσουν σε ένα παγκάκι. Ηταν επιχειρηματίας και δεινός σαξοφωνίστας. Η λέμβος που τους μετέφερε την προηγούμενη ημέρα αναποδογύρισε και τους διέσωσε το ελληνικό Λιμενικό. «Δώσαμε 3.000 δολάρια στον τούρκο διακινητή για να μπούμε στη βάρκα. Μας υποσχέθηκε ότι θα ήταν ένα ασφαλές ταξίδι. Οταν είδα ότι είχε φορτώσει τη βάρκα με 82 άτομα, δεν ήθελα να μπούμε. Φοβήθηκα για το μωρό. Εστρεψαν τα όπλα επάνω μας και μας είπαν ότι δεν είχαμε άλλη επιλογή» μου διηγείται με ανάμεικτα συναισθήματα. Σαν να μην έχει συνέλθει από το σοκ του κινδύνου και ταυτόχρονα να νιώθει ανακουφισμένος για τη σωτηρία. Οπως μου λέει ο Αμπντεραζάκ, ζούσε στο Χαλέπι, σε μια πέτρινη μονοκατοικία με πέντε κρεβατοκάμαρες και μεγάλο κήπο. Είχε μια βιοτεχνία που έφτιαχνε νυφικά και ο πατέρας του ένα εργοστάσιο χαλιών. «Το Χαλέπι έγινε μια ρημαγμένη πόλη που τη λυμαίνονται μαφίες. Οι τζιχαντιστές μπήκαν στη βιοτεχνία μου, έκλεψαν τα μηχανήματα και ζητούσαν λεφτά. Δεν τους δώσαμε. Μετά με απήγαγαν και ζήτησαν λεφτά από τον πατέρα μου. Εκείνος τους έδωσε 25 εκατ. λίρες Συρίας για να με αφήσουν ελεύθερο. Δεν αντέχαμε να ζούμε άλλο στον φόβο και τους εκβιασμούς. Τα παρατήσαμε όλα και φύγαμε». Καθ’ όλη τη διάρκεια της συνομιλίας μας υποστηρίζουν ότι το ISIS έχει συγκεντρώσει μαχητές από τις άλλες χώρες για να διώξει τους ντόπιους. Επιμένουν ότι ο Ασαντ, αν και έκανε λάθη, είναι προτιμότερος για τη διακυβέρνηση της χώρας. Αποκαλούν τη γερμανίδα καγκελάριο «Mama Merkel» και κάνουν σχέδια για τη νέα ζωή τους στη Γερμανία.
Από όλα όσα παρατηρούσα σε αυτούς τους ανθρώπους, εκείνο που με εντυπωσίαζε ήταν η προσπάθειά τους να διασώσουν ένα κομμάτι των συνηθειών και της καθημερινότητάς τους ακόμη και στις πλέον αντίξοες συνθήκες. Τους έβλεπα στους καταυλισμούς της Λέσβου, να βγαίνουν έξω από τις σκηνές και τα κοντέινερ, να φτιάχνουν το τσάι τους και να σε προσκαλούν να καθήσεις μαζί τους. Αν ήθελαν να σου ζητήσουν αναπτήρα, θεωρούσαν απαραίτητο να σου προσφέρουν πρώτα τσιγάρο. Παρότι μπορεί να περίμεναν ώρες κάτω από τον ήλιο στις ουρές για την ταυτοποίησή τους, μόλις έβλεπαν κάποιον ηλικιωμένο έδιναν αυτόματα προτεραιότητα. Δεν άφησαν πίσω τους αδύναμους. Αντίθετα, διέσχισαν χιλιάδες χιλιόμετρα με τα πόδια κουβαλώντας τους υπέργηρους ή ανάπηρους συγγενείς τους. «Η οικογένεια για αυτούς είναι ιερή. Δεν άφησαν κανέναν πίσω. Είναι σαν κι εμάς. Εχω εκπλαγεί από τις ομοιότητες αυτών των ανθρώπων με τη δική μας κουλτούρα. Γνώρισα εδώ από βιομήχανους μέχρι αγρότες. Μέχρι και απόστρατος ταξίαρχος και πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου πέρασαν από το Καρά Τεπέ» εξηγεί ο Σταύρος Μυρογιάννης, υπεύθυνος οργάνωσης στο κέντρο καταγραφής οικογενειών σύρων προσφύγων στη Λέσβο.
Σε αντίθεση ίσως με τις στρεβλές απεικονίσεις της Δύσης που συνωστίζει ολόκληρο τον αραβικό κόσμο στην αδιευκρίνιστη οντότητα «Ισλάμ» αναπαριστώντας αυτούς τους ανθρώπους ως άξεστους, εξωτικούς, φανατικούς και ως εκ τούτου δύσκολα εντάξιμους στις δομές της, η μόρφωση για ένα μεγάλο τμήμα του αραβικού κόσμου διαδραματίζει κομβικό ρόλο στις προσδοκίες τους. Αυτή είναι μια από τις λιγότερο ειπωμένες «παράπλευρες απώλειες» του πολέμου στη Συρία. Η «χαμένη γενιά» της Συρίας, όπως κωδικοποιείται από τους αναλυτές. Το Διεθνές Ινστιτούτο Εκπαίδευσης εκτιμά ότι ανάμεσα στους σύρους πρόσφυγες βρίσκονται περίπου μισό εκατομμύριο άτομα ηλικίας 18-22 ετών. Από αυτούς υπολογίζεται ότι οι 110.000 πιέστηκαν να εγκαταλείψουν την πανεπιστημιακή τους εκπαίδευση. Ο Γιάνικ Ντι Ποντ, διευθυντής της γερμανικής ΜΚΟ SPARK που ασχολείται με την εκπαίδευση νέων από εμπόλεμες ζώνες, υποστηρίζει ότι η ματαίωση που νιώθει αυτή η γενιά από την απώλεια εκπαιδευτικών ευκαιριών είναι τεράστια.
Ο Αμπντάλα Γκονέμ ελπίζει ότι θα δραπετεύσει από αυτό το πεπρωμένο. Εφτασε πρόσφατα στη Γερμανία μαζί με τον 26χρονο αδελφό του, Μοχάμεντ, ο οποίος είναι γιατρός και υπήρξε επικεφαλής του ανθρωπιστικού έργου στη Δαμασκό. Ο ίδιος είναι κιθαρίστας, αλλά δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Μιλήσαμε από το Facebook. Ο Αμπντάλα ήταν αρκετά αμήχανος για τις αργοπορημένες απαντήσεις του. Μου ζητούσε διαρκώς συγγνώμη, εξηγώντας ότι ζει σε έναν καταυλισμό που έχει αυστηρές ώρες και μεγάλες ουρές. «Αν χάσεις την ώρα του δείπνου, τότε θα κοιμηθείς νηστικός» έλεγε. «Η τέχνη είναι το πάθος μου. Θέλω να ολοκληρώσω τις σπουδές μου εδώ στη Γερμανία και να γίνω καλός μουσικός» προσθέτει. Ο Μοχάμεντ έχει κάνει αίτηση να μπει στον Ερυθρό Σταυρό και να βοηθήσει με τη σειρά του νέους πρόσφυγες. «Η αλήθεια είναι ότι μισώ τη λέξη πρόσφυγες. Νομίζω ότι είναι πιο σωστό να λέμε άνθρωποι που ψάχνουν για ειρήνη» σημειώνει. Και οι δυο τους μιλούν για τη Συρία με απίστευτη τρυφερότητα και νοσταλγία. «Ηταν η χώρα της αγάπης» λένε. Μου θυμίζουν τον Τζέρεμι Κλάρκσον που όταν έκλεινε το επεισόδιο του «Top Gear» το 2010 από τη Δαμασκό, δήλωνε λυπημένος που άφηνε την «αρχαιότερη πρωτεύουσα του κόσμου».
Ολοι οι συνομιλητές μου ήταν ιδιαίτερα ανήσυχοι από τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι. Φοβούνταν ότι μπορεί να στιγματιστούν εξαιτίας της εθνικότητας ή του θρησκεύματός τους, ότι το πένθος της Ευρώπης μπορεί να τραντάξει τα θεμέλια του Διαφωτισμού, ότι μπορεί να βρεθούν πάλι υπό διωγμόν. Βίωναν μια τρομακτική αντίφαση, ότι ενώ είναι οι πρώτοι που αντίκρισαν τη βία του ISIS θα έπρεπε ξαφνικά να απολογηθούν για αυτήν. Η «Washington Post» σε πρόσφατη αρθρογραφία της χαρακτήριζε τη στρατηγική του Ισλαμικού Κράτους «παγίδα» για την Ευρώπη, υποστηρίζοντας ότι «το ISIS θέλει η Δύση να εξισώσει τους πρόσφυγες με τους τρομοκράτες και οι πρόσφυγες να εξισώσουν τη Δύση με την προκατάληψη ενάντια στους μουσουλμάνους και τους ξένους». Προφανώς ισχύει και θα αναδειχθεί στη μεγαλύτερη πρόκληση της εποχής μας.
Αυτές τις μέρες, λοιπόν, που δοκιμάζονται και επαναχαράσσονται τα όριά μας και που οι έννοιες της «ελευθερίας» και της «ασφάλειας» στενεύουν και ανταγωνίζονται τόσο πολύ η μία την άλλη, αφήνοντας απέξω όλο και περισσότερους ανθρώπους, ο Αμπντάλα ζήτησε να στείλει ένα μήνυμα σε όλους εμάς… όχι σαν «ξένος» αλλά σαν κάποιος από εμάς: «Εμείς χάσαμε την πατρίδα μας εξαιτίας της τρομοκρατίας. Ξέρουμε πώς είναι να χάνεις κάποιον που αγαπάς στο όνομα του Ισλάμ. Η τρομοκρατία, όμως, δεν έχει τίποτα να κάνει με τη θρησκεία. Είναι μια πληγή στο σώμα της ανθρωπότητας».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ