Του Josef Janning
Ο λαός μίλησε και η Ελλάδα θα παραμείνει σε μια τροχιά η οποία θα φέρει την χώρα ακόμη πιο πολύ σε άγνωστα νερά. Είναι ένας θρίαμβος του Αλέξη Τσίπρα στο εσωτερικό αλλά εάν δεν μπορεί να αποδείξει πώς μπορεί να εκπονήσει μια στρατηγική για να κερδίσει ελάφρυνση του χρέους πριν από τις μεταρρυθμίσεις, μπορεί γρήγορα αυτό να γίνει μια Πύρρειος νίκη για αυτόν στο εξωτερικό.
Για τους εταίρους της Ελλάδας στην ευρωζώνη, τώρα γνωρίζουν ότι ο εταίρος τους στη διαπραγμάτευση θα συνεχίσει να είναι μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, και γνωρίζουν ότι πεποίθηση του ΣΥΡΙΖΑ στη δική τους στρατηγική που αφορά το να εξαναγκάσουν την ΕΕ και το ΔΝΤ να διαγράψει χρέος που λήγει το 2015, έχει ενισχυθεί. Από μόνο του, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν θα αυξήσει την προθυμία ή την πιθανότητα οι εταίροι της Ελλάδας να συναινέσουν σε μια τέτοια συμφωνία, αλλά αυτό που ίσως είναι το φάντασμα μιας περαιτέρω επιδείνωσης της κατάστασης στη χώρα.
Φαίνεται ότι αυτό το δράμα θα λάβει χώρα με την Ελλάδα εντός της ευρωζώνης. Η Ελλάδα δεν είναι πρόθυμη να φύγει και η ΕΕ δεν έχει τα εργαλεία να υποχρεώσει την χώρα να φύγει. Εάν τα δεινά του ελληνικού λαού συνεχιστούν, φαίνεται εύλογο ο Τσίπρας να είναι σε θέση να παίξει την ανάγκη για αλληλεγγύη από τους Ευρωπαίους προς τους Έλληνες πολίτες. Η αίσθηση της ΕΕ και των κρατών-μελών της ΕΕ για την συνοχή και η ιδέα τους για ενοποίηση στην Ευρώπη, θα σημαίνει ότι θα μπορούσαν κάλλιστα να προστρέξουν σε διάσωση, εάν γίνει έντονο ένα ανθρωπιστικό πρόβλημα. Ο Τσίπρας φαίνεται να το ξέρει αυτό και έτσι είναι ικανός να εμπιστευτεί αυτά τα ευρωπαϊκά αντανακλαστικά.
Αυτό που φαίνεται απίθανο να συμβεί ότι η ριζική μεταρρύθμιση του ελληνικού κράτους. Με βάση τα δεδομένα της ΕΕ, η ΕΕ είναι ένα failed state, μια δημοκρατία με μειοψηφία Ρεπουμπλικάνων. Αυτό ούτε νέο είναι ούτε συνέπεια του δημοψηφίσματος, αλλά μάλλον, συνέβαινε για πολλά χρόνια και έχει εκτεθεί βιαίως από την οικονομική κρίση του 2008. Ούτε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ούτε οι προκάτοχοί της έχουν επιδείξει επαρκή πολιτική βούληση, ούτε έχουν λάβει την αναγκαία λαϊκή υποστήριξη ή είχαν την διοικητική ικανότητα να αλλάξουν σε βάθος την δημοκρατία, να οικοδομήσουν ένα νέο κράτος, στα θεμέλια της καλής, υπεύθυνης και αποτελεσματικής διακυβέρνησης. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της Κυριακής καθιστά τέτοιες μεταρρυθμίσεις να φαίνονται πιο μακριά από ποτέ.
Αλλά εάν η Ελλάδα υπήρξε ιστορικά απρόθυμη ή ανίκανη να κάνει τις αλλαγές, η αδυναμία του ΔΝΤ και της ΕΕ να επιβάλει τέτοιες αλλαγές, εκτέθηκε κατηγορηματικά. Η βοήθειά τους έφερε χρόνο στην Ελλάδα και οι προϋποθέσεις μιας τέτοιας στήριξης έχει οδηγήσει σε μαζικές περικοπές στο δημόσιο προϋπολογισμό, αλλά δεν έλυσε ριζικά το πρόβλημα. Η αποτυχία διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων και των διεθνών θεσμικών οργάνων έχει, τελικά, καταλήξει σε περιορισμένο ownership για αλλαγή στην Ελλάδα, στην εξωτερίκευση της πολιτικής ευθύνης και στην άνοδο των άκρων στην εξουσία.
Υπό το πρίσμα αυτό, ποια θα είναι τα επόμενα βήματα, τι θα κάνει ο Τσίπρας και πώς θα μπορούσε να απαντήσει η ευρωζώνη, η νΕΕ και το ΔΝΤ;
Πρώτον, αυτή την εβδομάδα η ελληνική κυβέρνηση επιστρέφει στις Βρυξέλλες και απαιτεί νέο γύρο διαπραγματεύσεων. Θα παραχωρήσει για να πάρει αρκετά αλλά όχι όλα τα κομμάτια της ενδιάμεσης συμφωνίας της 25ης Ιουνίου, και θα προσθέσει και ένα σχήμα ελάφρυνσης χρέους σε αυτή, καλύπτοντας όλες τις εκκρεμείς υποχρεώσεις μέχρι το τέλος του έτους. Χωρίς ελάφρυνση, ο Τσίπρας δεν θα υπογράψει τίποτα, και μάλλον θα απειλήσει να μην εξυπηρετήσει τα άλλα ομόλογα του ΔΝΤ και της ΕΚΤ που λήγουν στους επόμενους μήνες.
Από την πλευρά του το ΔΝΤ δεν έχει σχεδόν καθόλου περιθώριο για ελιγμούς: δεσμεύεται από τους κανόνες του. Οι διαδικασίες καθυστερούμενων έχουν ήδη ξεκινήσει, και η Ελλάδα δεν μπορεί να λάβει περαιτέρω χρηματοδότηση από το ΔΝΤ. Επιπλέον, στα μάτια των αναλυτών του ΔΝΤ, η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους είναι τώρα υπό εξέταση. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έχει κάνει ό,τι μπορούσε για να οδηγηθεί σε αυτό το συμπέρασμα και επομένως, εάν γίνει διαθέσιμη νέα χρηματοδότηση από το ΔΝΤ, θα απαιτεί μέτρα για την επίτευξη βιωσιμότητας του χρέους.. Αυτό έγκειται στην στρατηγική της κυβέρνησης Τσίπρα: είτε η Ελλάδα θα ξεφορτωθεί το χρέος του ΔΝΤ εντελώς και δεν θα αποπληρώσει τα 3,6 δισ. ευρώ φέτος, είτε θα έχει έναν ισχυρό συνήγορο για την αναδιάταξη τουχρόυς ή τη διαγραφή του, στις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ.
Οι εταίροι της Ελλάδας στην ευρωζώνη δεν θα βιαστούν να σπεύσουν σε μια συμφωνία με την Ελλάδα. Αντί να υποχωρήσουν στις ελληνικές απαιτήσεις, οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης θα πρέπει πρώτα να συμφωνήσουν οι ίδιες σχετικά με το τι θα μπορούσε να λειτουργήσει, αν πραγματικά μπορεί να έχει αποτέλεσμα οτιδήποτε. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει διαφορετικές μορφές προϋποθέσεων και εποπτείας, οι οποίες θα έπρεπε όλες να γίνουν αποδεκτές από την Ελλάδα. Στη βάση των διαπραγματεύσεων του Ιουνίου, η περαιτέρω αναδιάταξη χρέους ή διαγραφή χρέους, θα είναι εκτός συζήτησης. Είναι εξαιρετικά απίθανο να συμφωνηθεί και από τις 18 κυβερνήσεις της ευρωζώνης και είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα περάσει από ένα ή περισσότερα από τα πέντε κοινοβούλια που πρέπει να ψηφίσουν για τη συμφωνία.
Η επόμενη πληρωμή προς το ΔΝΤ είναι στις 13 Ιουλίου, και ακολουθούν 3,4 δισ. ευρώ προς την ΕΚΤ και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες μία εβδομάδα αργότερα. Μέχρι αυτό το σημείο, η κρίσιμη κατάσταση του ελληνικού τραπεζικού τομέα θα παραμείνει, και ως εκ τούτου το ίδιο και οι περιορισμοί και τα capital controls. Εάν η Ελλάδα δεν κατορθώσει να αποπληρώσει την ΕΚΤ και τις κεντρικές τράπεζες, οι πρώτες πραγματικές απώλειες θα πρέπει να διαγραφούν. Οι επιλογές του Draghi να συνεχίσει να παρέχει τον ELA στις ελληνικές τράπεζες, θα εξαντληθούν και επομένως η ΕΚΤ δεν θα παρέχει περαιτέρω βοήθεια. ΟΙ ελληνικές τράπεζες, επιχειρήσεις και άνθρωποι θα πρέπει να τα βγάλουν πέρα με το ταμείο μετρητών σε ευρώ που υπάρχει στην χώρα, αλλά ένα bank run που θα αναγκάσει τις ελληνικές τράπεζες να κλείσουν, φαίνεται η πιο πιθανή επιλογή. Όλα αυτά θα κάνουν την επίτευξη μιας συμφωνίας ακόμη πιο περίπλοκη από ό,τι πριν.
Μόλις βρεθεί σε εκείνο το σημείο, η Ελλάδα ίσως επιλέξει να μην πληρώσει τα επόμενα 3,2 δισ. ευρώ που χρωστάει στην ΕΚΤ και που λήγουν στις 20 Αυγούστου. Με αυτόν τον τρόπο, η κυβέρνηση ίσως συνεχίσει να είναι σε θέση να πληρώνει τους λογαριασμούς της και τους μισθούς για λίγους ακόμη μήνες, απομακρύνοντας για λίγο την ημερομηνία εισαγωγής παράλληλου νομίσματος. Στο μεταξύ, η οικονομία της χώρας θα βρεθεί σε βαθύτερη ύφεση χωρίς να υπάρχει ακόμη πρόσβαση στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Την ίδια στιγμή, η ελληνική κυβέρνηση θα θέσει σε εφαρμογή την δική της εκδοχή για αναδιάρθρωση του χρέους, αθετώντας πληρωμές στο χρέος των 21 δισ. ευρώ προς το ΔΝΤ, και ένα μέρος από τα 27 δισ. ευρώ που χρωστάει προς την ΕΚΤ και τις κεντρικές τράπεζες. Μονομερώς, η Ελλάδα θα δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα, με την ελπίδα ότι θα διατηρήσει αυτή τη νέα πραγματικότητα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αργότερα. Η πολιτική σύγκρουση θα αυξηθεί παράλληλα με αυτή την μονομέρεια, καθώς κάποιες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα απαιτούν αντίποινα, ασκώντας βέτο για περαιτέρω παραχωρήσεις προς την Ελλάδα και οδηγώντας τις δύο πλευρές ακόμη πιο μακριά.
Ενώ καμία πλευρά δεν θα είναι πρόθυμη να υποχωρήσει, είναι δύσκολο να δούμε πώς θα μπορούσε να αποφευχθεί αυτή η ακολουθία των γεγονότων. Και τα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν πολύ χειρότερα καθώς ακόμη και αυτό το εφιαλτικό σενάριο υποθέτει ότι ο ελληνικός λαός παραμένει ήρεμος στη μέση της πολιτικής καταιγίδας που πρόκειται να έλθει. Στην εκστρατεία για το δημοψήφισμα, ο Τσίπρας είχε προσπαθήσει να κεντρίσει την υπερηφάνεια και την ταυτότητα του ελληνικού λαού -Δαυίδ εναντίον Γολιάθ- και ενώ αυτή η αντίληψη θα βοηθήσει στις επόμενες εβδομάδες, δεν θα διαρκέσει για πάντα.
Ως απάντηση, οι αρχιτέκτονες της ευρωζώνης πρέπει να κινηθούν γρήγορα. Εάν όλες οι πλευρές παραμείνουν κολλημένες στις θέσεις τους, ένα μικρό κομμάτι της ευρωζώνης θα μπορούσε να διαλύσει τη νομισματική ένωση και οι επιπτώσεις της να διαχυθούν στο σύνολο της ΕΕ, δημιουργώντας τριβές σε βασικούς τομείς πολιτικής όπως η ενιαία αγορά και η Συνθήκη Σένγκεν. Το Κρεμλίνο θα παρακολουθεί με μεγάλη ευχαρίστηση. Αλλά με τη Γερμανία και την Γαλλία στη θέση του οδηγού, παραμένουν σημαντικά εμπόδια. Η Merkel και ο Hollande δεν μπορούν να ενδώσουν στις ελληνικές απαιτήσεις χωρίς να δημιουργήσουν πιθανώς μεγαλύτερα προβλήματα για εκείνους. Όποια αίσθηση νίκης για τον ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να επηρεάσει την κατάστασ στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Και ενώ η Γερμανία θα μπορούσε να παρέμβει ώστε η Ελλάδα να διαφύγει του αδιεξόδου, χωρίς νέες δεσμεύσεις από την Αθήνα, αυτό θα ήταν το τέλος της Merkel στην Καγκελαρία. Επομένως είμαστε ξανά εκεί που ξεκινήσαμε. Η πρόοδος στο θέμα του χρέους θα πρέπει να συνδεθεί με ένα πρόγραμμα βαθύτερων μεταρρυθμίσεων. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος.
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: http://www.ecfr.eu/article/commentary_tsipras_pyrrhic_victory